Οι  αναγνώστες του James Joyce γνωρίζουν οτι τα έργα του βρίθουν υπαινιγμών και φράσεων από λαϊκά και κλασσικά τραγούδια,καθώς και αναφορών σε συνθέτες,
τραγουδιστές και μουσικά όργανα,όπως και οτι η  γραφή του οφείλει πολλά στην τεχνική της μουσικής σύνθεσης. Άλλωστε οι σχετικές δηλώσεις του (όπως εκείνη
στον μαθητή του George Borach στη Ζυρίχη το 1919,ότι είχε γράψει το κεφάλαιο των Σειρήνων στον ‘’Οδυσσέα’’  με την τεχνική της φούγκας),αλλά και οι μουσικές αναφορές των έργων του,εχουν αναλυθεί σε πολυάριθμες μελέτες και θεωρητικά κείμενα. Αυτό που ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι το ότι αν ο Joyce δεν είχε γίνει ενας από τους κορυφαίους συγγραφείς του 20ου αι.,θα είχε γίνει σίγουρα συνθέτης και τραγουδιστής.Από νεαρή ηλικία μελετούσε μουσική,έπαιζε θαυμάσια πιάνο και κιθάρα,παρακολουθούσε συναυλίες και παραστάσεις όπερας,(είναι γνωστός ο θαυμασμός του για τις Λειτουργίες του Palestrina και για τις όπερες του  Verdi και του Wagner),και γνώριζε εκατοντάδες παραδοσιακά και λαϊκά τραγούδια.
Επιπροσθέτως διέθετε μια ωραιότατη φωνή τενόρου χάρι στην οποία το 1904 είχε κερδίσει το 3ο βραβείο στο διαγωνισμό παραδοσιακού τραγουδιού του Feis Ceoil.
Του Εθνικού Φεστιβάλ Παραδοσιακής  Γαελικής Τεχνης και  Πολιτισμού στο οποίο τον είχε παροτρύνει να λάβει μέρος ο φημισμένος Ιρλανδός τενόρος και φίλος του John McCormack ,βοηθώντας τον μάλιστα στην εξάσκηση της φωνητικής τεχνικής του.
Το 1904 ο Joyce ολοκλήρωσε επίσης τα ποιήματα της συλλογής  ‘’Chamber Music’’  η οποία εκδόθηκε το 1907 έχοντας ως  κεντρικό θέμα της  τα συναισθήματα και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις ενός νεαρού ποιητή  που ζεί την κορύφωση και το τέλος ενός εξιδανικευμένου έρωτα. Όπως αποκάλυψε  αργότερα στη σύζυγό του Nora Bernacle,την οποία γνώρισε το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς στο Δουβλίνο,όταν είχε αρχίσει να γράφει αυτά τα ποιήματα το 1901,ήταν ένα μοναχικό 19χρονο αγόρι που περιπλανιόταν τις νύχτες και ονειρευόταν πως κάποια μέρα θα βρισκόταν ένα κορίτσι να τον αγαπήσει. Τα 36 λυρικά ποιήματα αυτής της συλλογής με τα υφολογικά και γλωσσικά ‘’δάνεια’’ από την ελισσαβετιανή ποίηση και από τα αγγλικά της Βίβλου του Βασιλέως Ιακώβου,o Joyce τα ‘’έβλεπε’’ εξ αρχής ως τραγούδια,έτσι,όταν το 1909  ο Αγγλοιρλανδός συνθέτης Geoffrey Molyneux Palmer  του ζήτησε την άδεια να τα μελοποιήσει,δέχθηκε αμέσως.Την περίοδο 1909-1910,εκτός από τον Palmer,κάποια ποιήματα μελοποίησαν επίσης ο Άγγλος Adolph Mann και ο Ιρλανδός Herbert Hughes,ενώ ένα ποίημα που οι άλλοι συνθέτες αγνόησαν,ίσως λόγω του τολμηρού του θέματος,μελοποίησε ο ίδιος ο Joyce στην πρώτη και τελευταία του συνθετική απόπειρα.Πρόκειται για το 11ο ποίημα της συλλογής,το ‘’Bid adieu to girlish days’’,
στο οποίο ο νεαρός ποιητής παροτρύνει την αγαπημένη του να απαλλαγεί από το πέπλο-σύμβολο της εφηβικής παρθενικότητας,για να γνωρίσει μαζί του τη χαρά του έρωτα.Το τραγούδι του Joyce που τη μελωδία του εναρμόνισε το 1949 ο Αμερικανός συνθέτης Edmund Pendleton,ερμήνευσε μοναδικά το 1965 σε ένα από τα τελευταία ρεσιτάλ της  η Αμερικανίδα mezzo soprano Nan Merriman με τη συνοδεία του πιανιστα Felix de Noel.


ΚΑΤΙΑ ΚΑΛΛΙΤΣΟΥΝΑΚΗ
Παραγωγός  Τρίτου Προγράμματος ΕΡΑ

Αναδημοσίευση από: Το εφημεριδάκι της Ρίτσας Μασούρα